μετεωρίζω

μετεωρίζω
και μετωρίζω (ΑΜ μετεωρίζω, Μ και μετωρίζω) [μετέωρος]
1. σηκώνω κάτι και τό κρατώ ψηλά ώστε να μείνει μετέωρο (α. «τά σκέλη ὑγρὰ μετεωρίζει», Ξεν.
β. «ἐγὼ μὲν ἐκ μέσου διαλαβὼν τὸ δόρυ καὶ μετεωρίσας ὑπὲρ κεφαλῆς», Πλούτ.)
2. (μεσοπαθ.) μετεωρίζομαι
α) ανυψώνομαι και αιωρούμαι (α. «καὶ τὰ πρόσω αὖ ἀφορῶντες ἐδόκουν καταμανθάνειν μετεωριζόμενον καπνὸν ἤ κονιορτόν», Ξεν.
β. «σχοινίοις μετεωρίζεσθαι», πάπ.)
β) (για πλοία) εξέρχομαι στο ανοιχτό πέλαγος
νεοελλ.
ναυτ.
1. υψώνω επιστήλιο στη θέση του
2. μέσ. (για τη φαντασία) μεταφέρομαι σε άλλους κόσμους
νεοελλ.-μσν.
μέσ. μετ(ε)ωρίζομαι
λέω ή κάνω αστεία, αστεΐζομαι, χωρατεύω
μσν.
1. διασκεδάζω, ψυχαγωγώ
2. μέσ. συζητώ για ανούσια ή ανόητα πράγματα, κενολογώ
μσν.-αρχ.
παθ. α) υπερηφανεύομαι, επαίρομαι
β) είμαι αμελής, αδιαφορώ
αρχ.
1. (σχετικά με πλοία) οδηγώ στο ανοιχτό πέλαγος ή πλέω στα ανοιχτά (α. «μετεωρίζειν ναῡς εἰς τὸ πέλαγος», Φιλόστρ.
β. «ναῡς μετεωρίζουσα εἰς τὸ πέλαγος», Ηρόδ.)
2. γίνομαι ψηλός, αποκτώ ύψος
3. εξυψώνω, επαινώ («τοὺς Ἀθηναίους δι' ἐπιστολών μετεωρίζων», Ποσειδών.)
4. προξενώ ταραχή στην ψυχή κάποιου
5. μέσ. α) σηκώνω κάτι ψηλά («πρότερος σὺ τοὺς δελφίνας μετεωρίζου καὶ τὴν ἄκατον παραβάλλου», Αριστοφ.)
β) (για άνεμο) υψώνομαι, σηκώνομαι
γ) (για νερό που εξατμίζεται) ανέρχομαι ψηλά και γίνομαι ατμός
δ) εγείρομαι από κάθισμα, κρεβάτι κ.λπ.
ε) (για τα αέρια τού στομάχου) αναδίδομαι
στ) κατέχομαι από φροντίδες, μεριμνώ, ανησυχώ («καὶ ὑμεῑς μὴ ζητεῑτε τί φάγητε καὶ τί πίητε, καὶ μὴ μετεωρίζεσθε», ΚΔ)
6. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μετεωριζόμενος, -ένη, -ον
αυτός που πάσχει από αέρια τα οποία αναπτύσσονται στο στομάχι
7. φρ. «μετεωρίζω τὸ πνεῡμα» — κόβω την ανάσα κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετεωρίζω — raise to a height pres subj act 1st sg μετεωρίζω raise to a height pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρίζω — μετεωρίζω, μετεώρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεμετεωρισμένα — μετεωρίζω raise to a height perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμετεωρισμένᾱ , μετεωρίζω raise to a height perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμετεωρισμένᾱ , μετεωρίζω raise to a height perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρίζεσθε — μετεωρίζω raise to a height pres imperat mp 2nd pl μετεωρίζω raise to a height pres ind mp 2nd pl μετεωρίζω raise to a height imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρίζῃ — μετεωρίζω raise to a height pres subj mp 2nd sg μετεωρίζω raise to a height pres ind mp 2nd sg μετεωρίζω raise to a height pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρίσουσιν — μετεωρίζω raise to a height aor subj act 3rd pl (epic) μετεωρίζω raise to a height fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μετεωρίζω raise to a height fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρίσω — μετεωρίζω raise to a height aor subj act 1st sg μετεωρίζω raise to a height fut ind act 1st sg μετεωρίζω raise to a height aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμετεωρισμένον — μετεωρίζω raise to a height perf part mp masc acc sg μετεωρίζω raise to a height perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμετεωρισμένων — μετεωρίζω raise to a height perf part mp fem gen pl μετεωρίζω raise to a height perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωριεῖ — μετεωρίζω raise to a height fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) μετεωρίζω raise to a height fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”